- ύχηρος
- ἡ, Ααμοιβή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑ/ὑ, κυπριακός τ. πρόθεσης ισοδύναμος τού ἐπί (βλ. λ. ὑ) + -χηρος (< χήρ, δωρ. τ. τής λ. χείρ*)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υ — (I) το, ΝΜΑ γλωσσ. βλ. ύψιλον νεοελλ. φυσ. σύμβολο τής ταχύτητας. (II) και με ψίλωση ὐ Α πρόθ. (κυπρ. τ.) επί. [ΕΤΥΜΟΛ. Κυπριακός τ. πρόθεσης και προρρηματικού, ισοδύναμος τού ἐπί, ο οποίος ανάγεται σε ΙΕ τ. *ūd «προς τα πάνω» και στη συνέχεια… … Dictionary of Greek